- χαλκολίβανος
- ὁ, Απιθ. χαλκοειδής λίθανος ή, κατ' άλλους, ορείχαλκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + λίβανος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
AURICHALCUM — ex auro et aere, quod Graecis χαλκὸς est, multis conflata vox videtur, Festo, Servio in Aen. l. 12. v. 87. Isidoro Origin. l. 16. c. 19., Ambrosio in Apocal. c. 1. Primasio in candem, Hesychio, aliis. Sed verum metalli huius nomen ὀρέιχαλκος est… … Hofmann J. Lexicon universale
CHALCOLIBANUS — Graece χαλκολίβανος Apocalypl. c. 1. v. 15. Bocharto vel estaes laban, seu album, vel aes libon, seu ignei candoris, quale est, cum in igne candet. Idipsum vocari aes Kalal, Dan. c. 10. v. 6. patebit conferenti loca. Utrobique enim vir… … Hofmann J. Lexicon universale
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek